- Μαζουσία
- Μαζουσία ἀκτή, name of a promontory in the Thracian Chersonese, Lyc.534 (=A breast-shaped acc. to Tz.ad loc.), cf. Str.7 Fr.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαζούσιος — μαζούσιος, ία, ον (Α) αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο ούσιος] … Dictionary of Greek